Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πακτωλός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πακτωλός ο [paktolós] Ο17 : πλούσια και ανεξάντλητη πηγή αγαθών (συνηθέστερα χρημάτων): ~ χρημάτων / παροχών.

[λόγ. < αρχ. Πακτωλός, όν. μικρού χρυσοφόρου ποταμού της Λυδίας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go