Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδαριώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδαριώδης -ης -ες [peδarióδis] Ε11 : (ως μειωτ. χαρακτηρισμός λόγων, πράξεων κτλ.) που δείχνει έλλειψη (διανοητικής) σοβαρότητας ή ωριμότητας· πολύ απλοϊκός ή αφελής, ανόητος· (πρβ. αστείος, κωμικός): ~ σκέψη / συλλογισμός. Παιδαριώδη επιχειρήματα / συμπεράσματα / λάθη. Παιδαριώδη καμώματα, ανόητα, αφελή. Παιδαριώδεις απαντήσεις / ερωτήσεις / απορίες / κρίσεις. ~ συμπεριφορά. παιδαριωδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. παιδαριώδης· λόγ. < ελνστ. παιδαριωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες