Παράλληλη αναζήτηση
| 108 εγγραφές [101 - 108] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλίρροια η [palíria] Ο27 : το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και κατεβαίνει περιοδικά (καθημερινά και σε ορισμένο τόπο): Οι δύο φάσεις της παλίρροιας είναι η πλημμυρίδα και η άμπωτη.
[λόγ. < αρχ. παλίρροια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιρροϊκός -ή -ό [paliroikós] Ε1 : που έχει σχέση με το φυσικό φαινόμενο της παλίρροιας, που προκαλείται από αυτό: H παλιρροϊκή κίνηση της θάλασσας. Παλιρροϊκό κύμα / ρεύμα.
[λόγ. < ελνστ. παλιρρο(ῶ) `έχω παλίρροια΄ -ικός μτφρδ. αγγλ. tidal]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλισάνδρη η [palisánδri] Ο31 & παλίσαντρο το [palísandro] Ο42 : είδος ξύλου εκλεκτής ποιότητας, χρώματος καφέ με αποχρώσεις προς το κίτρι νο, το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή πολυτελών επίπλων, κομψοτεχνημάτων κτλ.: ~ Bραζιλίας. Iνδική ~.
[λόγ. < γαλλ. palissandr(e) (< ολλανδ., από γλ. ιθαγενών της Aμερικής) -η (ορθογρ. δαν.)· μεταπλ. σε ουδ. κατά το φυτό και προσαρμ. στη φωνολ. της δημοτ. [nδ > nd] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλίτης ο [palítis] Ο10 : ασφυξιογόνο χημικό αέριο που χρησιμοποιήθηκε στον α' παγκόσμιο πόλεμο.
[λόγ. < νλατ. pall(ialis) `που σχετίζεται με το φλοιό του εγκεφάλου΄ -ίτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιυνίσκω· αόρ. επαλίυνα — επάλιυνα.
-
- Παλιώνω·
- (εδώ μεταφ. για πάθος) με την πάροδο του χρόνου χάνω την έντασή μου, ξεχνιέμαι:
- Οι πλήξεις σου εφυράναν κι επαλιύναν (Κυπρ. ερωτ. 7539).
- (εδώ μεταφ. για πάθος) με την πάροδο του χρόνου χάνω την έντασή μου, ξεχνιέμαι:
[<παλιών(ν)ω ή <επίθ. παλιός αναλογ. με ρ. σε ‑(υν)ίσκω. Η λ., καθώς και διάφ. τ., και σήμ. κυπρ.]
- Παλιώνω·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάλιωμα το [páloma] Ο49 : το να γίνεται κτ. παλιό, να παλιώνει.
[παλιώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλιώνω [palóno] Ρ1α μππ. παλιωμένος : α.φθείρομαι με το πέρασμα του χρόνου και τη χρήση: Πάλιωσαν τα παπούτσια / τα ρούχα μου. Γερό πρά μα· τόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμα δεν πάλιωσε. β. υφίσταμαι την επίδραση του χρόνου, γίνομαι παλιός: Όσο παλιώνει το κρασί τόσο πιο καλό γίνεται. γ. (για πρόσ.) ασχολούμαι από πολύ καιρό με συγκεκριμένη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να αποκτώ πείρα: Παλιώσα με στη δουλειά. || (στρατ., οικ.): Kάτσε πρώτα να παλιώσεις και μετά ζητάς άδειες! δ. ~ κτ., το φθείρω από τη συχνή χρήση: Γρήγορα τα πάλιωσες τα ρούχα σου.
[μσν. παλαιώνω με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. παλαι(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- παλιώνω,
- βλ. παλαιώνω.



