Παράλληλη αναζήτηση
| 34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορο- 1 [oro] & ορό- [oró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. όρος (αρσ.) ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο σύνορο, στο όριο: ~θέτηση, ~σήμανση, ~φύλακας, ορόσημο.
[λόγ. < ελνστ. ὁρο- θ. του αρχ. ουσ. ὅρο(ς) ὁ ως α' συνθ.: ελνστ. ὁρο-θεσία]
- ορο- 2 & ορό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (ανατ., ιατρ.) το ουσ. ορός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: ~αιμάτωμα, ~γόνος, ~διάγνωση. || ορόγαλα.
[λόγ. < αρχ. ὀρο- θ. του ουσ. ὀρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὀρο-ποσία `το να πίνει κάποιος τυρόγαλο΄ μτφρδ. γαλλ. séro-: ορο-θεραπεία < γαλλ. sérothérapie]
- ορο- 3 & ορεο- [oreo] ή ορεό- [oreó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. όρος (ουδ.) ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στα βουνά: ~πέδιο, ~σειρά, ~γένεση, ορεογνωσία, ορεογραφία, ορεόφυτα.
[λόγ. < ελνστ. ὀρο-, ὀρεο- θ. του αρχ. ουσ. ὄρο(ς) τό ως α' συνθ.: ελνστ. ὀρο-πέδιον, ὀρεο-σέλινον & γαλλ. oro-, oréo- < ελνστ. ὀρο-, ὀρεο-: ορο-γραφικός < γαλλ. orographique, ορεο-πίθηκος < oréopithèque]
- ορόβιν το· ρόβι(ον).
-
- Είδος δημητριακού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, ρόβι:
- Φακήν εψήσας δίδου (ενν. της περιστέρας) φαγείν και ορόβιν (Ιατροσόφ. 645).
[αρχ. ουσ. ορόβιον. Ο τ. ρόβι σε έγγρ. του 13. αι. και σήμ. Τ. ρόβιν στο Du Cange, σε έγγρ. του 13. αι. και σήμ. κυπρ. Λ. ρόβη η σήμ.]
- Είδος δημητριακού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, ρόβι:
- όροβος ο.
-
- Είδος δημητριακού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, ρόβι:
- όροβον ουν λειώσας και φυράσας μέλιτι … δος αυτῴ (ενν. τῳ ιέρακι) (Ιερακοσ. 46018).
[αρχ. ουσ. όροβος]
- Είδος δημητριακού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, ρόβι:
- ορογένεση η [orojénesi] Ο33 : (γεωλ.) το σύνολο των διαδικασιών σχηματισμού ενός όρους ή μιας οροσειράς: Aλπική ~.
[λόγ. < γαλλ. orogenèse < oro- = ορο- 3 + -genèse = -γένε(σις) -ση]
- ορογόνος -ος -ο [oroγónos] Ε14 : (ανατ.) για όργανο του σώματος που παράγει, που εκκρίνει ορό: ~ υμένας / θύλακας.
[λόγ. ορο- 2 + -γόνος μτφρδ. γαλλ. séreuse]
- οροθεσία η [oroθesía] Ο25 : η οροθέτηση.
[λόγ. < ελνστ. ὁροθεσία]
- οροθέσιον το.
-
- (Συν. στον πληθ.) σύνορα:
- το πράγμαν επήγεν εις τους Αγαρηνούς έξω των περιοχών ή των οροθέσιων του ρηγάτου (Ασσίζ. 17310· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 217).
[μτγν. ουσ. οροθέσιον (L‑S, λ. οροθέσια τα). Τ. ροθέσιον, που απ. και σήμ. κυπρ. και ροθέχιον στο Meursius. Η λ. και σήμ. (‑ιο)]
- (Συν. στον πληθ.) σύνορα:
- οροθεσμία η.
-
- Χρονικό όριο, προθεσμία:
- η κόρη χρόνους τέσσαρεις οροθεσμίαν εποίκεν να γένει ξενοδόχισσα, μη τίποτε να μάθει (Λίβ. Sc. 1795 (έκδ. εροθεσμίαν· διόρθ. Χατζηγιακουμής)).
[<ουσ. οροθεσία με επίδρ. του ουσ. προθεσμία. Η λ. σε έγγρ. του 12. αι.]
- Χρονικό όριο, προθεσμία:



