Παράλληλη αναζήτηση
| 68 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθοδρομία η [orθoδromía] Ο25 : το συντομότερο δρομολόγιο που μπορεί να ακολουθήσει ένα πλοίο ή ένα αεροπλάνο.
[λόγ. < γαλλ. orthodromie < αρχ. ὀρθοδρομ(ῶ) `τρέχω προς τα μπρος (για άλογο)΄ -ie = -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθοέπεια η [orθoépia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : λόγος που χαρακτηρίζεται από γραμματική και συντακτική ορθότητα: Kανόνες ορθοέπειας.
[λόγ. < αρχ. ὀρθοέπεια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθόκεντρο το [orθókendro] Ο40 : (μαθημ.) το σημείο στο οποίο τέμνονται μεταξύ τους τα τρία ύψη κάθε τριγώνου.
[λόγ. < γαλλ. orthocentre < ortho- = ορθο- 1 + centre = κέντρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθοκολλημένος, μτχ. επίθ.
-
- (Προκ. για μάρμαρο) που είναι επικολλημένος σε μια επιφάνεια·
- (εδώ προκ. για ορθομαρμάρωση):
- γύρωθεν του τοίχου μάρμαρα ορθοκολλημένα (Προσκυν. Μεταμ. 50 11010).
- (εδώ προκ. για ορθομαρμάρωση):
[<επίθ. ορθός + μτχ. παρκ. του κολλώ]
- (Προκ. για μάρμαρο) που είναι επικολλημένος σε μια επιφάνεια·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθολογικός -ή -ό [orθolojikós] Ε1 : που είναι σύμφωνος με τον ορθό λόγο, με τη λογική: Ορθολογική ανάλυση / μέθοδος. Ορθολογική οργάνωση της οικονομίας με στόχο το καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα. Ορθολογική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Ορθολογική κατανομή των κονδυλίων.
ορθολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ορθολογ(ισμός) -ικός (διαφ. το αρχ. ὀρθολογία `ορθότητα γλώσσας΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθολογισμός ο [orθolojizmós] Ο17 : ρασιοναλισμός. 1. χαρακτηρισμός κάθε φιλοσοφικής θεωρίας που δέχεται ότι η δομή της πραγματικότητας είναι απόλυτα λογική και επομένως μπορεί να γίνει κατανοητή από τον άνθρωπο: Ο ~ του Nτεκάρτ. Mεταφυσικός / μαθηματικός ~. Γνωσιολογικός ~, που υποστηρίζει ότι κάθε βέβαιη γνώση προέρχεται από τη νόη ση. ANT εμπειρισμός. Θεολογικός ~, που δε δέχεται καμία θρησκευτική διδασκαλία, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη λογική. 2α. πίστη, εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και αντίθεση σε κάθε μυστικισμό ή μεταφυσική: Ο ~ του 18ου αι. β. (μειωτ.) απόλυτος, ακραίος ορθολογισμός: Aνεπίτρεπτο πνεύμα ορθολογισμού στην αντιμετώπιση της πολιτιστικής παράδοσης.
[λόγ. φρ. ορθό(ς) λόγ(ος) (δες στο λόγος) -ισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθολογιστής ο [orθolojistís] Ο7 θηλ. ορθολογίστρια [orθolojístria] Ο27 : 1. οπαδός του φιλοσοφικού ορθολογισμού· ρασιοναλιστής. || (ως επίθ.): ~ φιλόσοφος. 2. αυτός που χαρακτηρίζεται από απόλυτη εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και από αντίθεση σε κάθε μυστικισμό ή μεταφυσική: Άτεγκτος τεχνοκράτης και ψυχρός ~.
[λόγ. ορθολογ(ισμός) -ιστής· λόγ. ορθολογισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθολογιστικός -ή -ό [orθolojistikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τον ορθολογισμό ή με τον ορθολογιστή· ρασιοναλιστικός: Ορθολογιστική θεωρία / φιλοσοφία. 2. ορθολογικός: Εποχή που χαρακτηρίζεται από ορθολογιστικό πνεύμα.
ορθολογιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ορθολογιστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθομαντεία η,
- βλ. ορνιθομαντεία.
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθομάρμαρον το.
-
- Μαρμάρινη πλάκα για επένδυση τοίχου:
- κατεχρύσωσε τας … ζεύξεις των ορθομαρμάρων (Hagia Sophia a 43318).
[<επίθ. ορθός + ουσ. μάρμαρον. Η λ. στο Steph. (λ. ορθομαρμαρόω)]
- Μαρμάρινη πλάκα για επένδυση τοίχου:



