Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοσκόπιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθοσκόπιο το [orθoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο με το οποίο γίνεται η ορθοσκόπηση.

[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 2 + -scope = -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες