Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορείχαλκος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορείχαλκος ο [oríxalkos] Ο20α : γενική ονομασία για διάφορα κράματα χαλκού με ψευδάργυρο· (πρβ. μπρούντζος): Εργαλεία / σκεύη από ορείχαλκο. Εποχή του ορείχαλκου, ιστορική περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τον ορείχαλκο για κατασκευή εργαλείων.

[λόγ. < αρχ. ὀρείχαλκος]

[Λεξικό Κριαρά]
ορείχαλκος ο· ορόχαλκος.
  • Ορείχαλκος:
    • δράκοντες εξ οροχάλκου (Ερμον. Ξ 215).

[αρχ. ουσ. ορείχαλκος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go