Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπωσδήποτε
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπωσδήποτε [opozδípote] επίρρ. : σε κάθε περίπτωση: Θα περάσω ~ από το σπίτι σας για να σας δω. || με χρονικό επίρρημα, δηλώνει με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα το χρόνο τέλεσης μιας πράξης: Θα φύγουμε ~ αύριο. || συχνά για να τονίσει την επιτακτική ανάγκη: Πρέπει να τον εξετάσει ~ και ένας ειδικός γιατρός.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὅπως δήποτε]

[Λεξικό Κριαρά]
οπωσδήποτε, επίρρ.
  • 1) Με κάθε τρόπο:
    • τους Αλβανίτας εδούλωσαν οπωσδήποτε κακώσαντες (Σφρ., Χρον. 1464· 16217).
  • 2) Έτσι κι αλλιώς, όπως και να 'χει, οπωσδήποτε:
    • ηλευθερώθησαν της δουλείας οπωσδήποτε (Σφρ., Χρον. 1629).
  • 3) Με κανένα τρόπο:
    • Μη φυγείν κύνα οπωσδήποτε (Κυνοσ. 5981).

[αρχ. έκφρ. όπως δήποτε. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go