Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπάλι το [opáli] Ο44 : (προφ.) οπάλιο.
[μεταπλ. του ελνστ. ὀπάλλιος σε ουδ. με βάση την αιτ. και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπαλίνα η [opalína] Ο25 : είδος αδιαφανούς γυαλιού που μοιάζει με οπάλιο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων.
[λόγ. < γαλλ. opaline ή μέσω του ιταλ. opalina (δες στο οπάλιος)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]



