Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξυδερκής -ής -ές [oksiδerkís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια, που έχει πολύ μεγάλη αντιληπτική ικανότητα: ~ ερευνητής / παρατηρητής. Δημοσιογράφος γνωστός για τις οξυδερκείς αναλύσεις της επικαιρότητας.
οξυδερκώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὀξυδερκής· λόγ. < ελνστ. ὀξυδερκῶς]



