Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξυδερκής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οξυδερκής -ής -ές [oksiδerkís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια, που έχει πολύ μεγάλη αντιληπτική ικανότητα: ~ ερευνητής / παρατηρητής. Δημοσιογράφος γνωστός για τις οξυδερκείς αναλύσεις της επικαιρότητας. οξυδερκώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ὀξυδερκής· λόγ. < ελνστ. ὀξυδερκῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες