Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομαδάρχης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομαδάρχης ο [omaδárxis] Ο10 θηλ. ομαδάρχισσα [omaδárxisa] Ο27 : αρχηγός οργανωμένης ομάδας ανθρώπων, ιδίως στρατιωτών, προσκόπων, κατασκηνωτών κτλ.

[λόγ. ομαδ- (δες ομάδα) + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef d΄équipe· λόγ. ομαδάρχ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go