Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομάτζιον το· αμάζι· 'μάντζι· 'μάτζε· ομάντζε· ομάντζι· ομάντζιν· ομάντζιο· ομάντζιον· ομάντζο· ομάτζε· ομάτζι· ομάτζιο· ομάτζι(ον).
-
- 1)
- α) Επίσημη δήλωση υποτέλειας σ’έναν ηγεμόνα, κατά την οποία ο υποτελής ανακηρύσσεται «άνθρωπος» του ηγεμόνα και του παραχωρείται φέουδο έναντι υπόσχεσης σεβασμού και υποταγής (πβ. και ανθρωπία και λιζία):
- δίδω σε, να έχεις γονικόν σου την Καλαμάταν … τον επαράδωσε κι εποίκεν του το 'μάντζι (Χρον. Μορ. P 1867· Χρον. Μορ. H 8634)·
- να ποιήσουν προς εσέναν το όσον χρεωστούσιν εις δουλείαν κι ομάτζι και λιζίαν (Χρον. Μορ. H 7467)·
- β) ομολογία ή δήλωση εύνοιας, συμπάθειας, αναγνώρισης·
- ηθική δέσμευση, υποχρέωση:
- λέγει· «Αμέτε στον Θησέαν και δότε τού το (ενν. το πιττάκι) αμάζι» (Θησ. (Foll.) I 97).
- ηθική δέσμευση, υποχρέωση:
- α) Επίσημη δήλωση υποτέλειας σ’έναν ηγεμόνα, κατά την οποία ο υποτελής ανακηρύσσεται «άνθρωπος» του ηγεμόνα και του παραχωρείται φέουδο έναντι υπόσχεσης σεβασμού και υποταγής (πβ. και ανθρωπία και λιζία):
- 2) Επικυριαρχία, δικαιώματα επικυριαρχίας:
- του εχάρισεν το ομάτζιο και λιζίαν· πρώτα του αφέντου των Αθηνών, τα τρία τερτσέρια του Ευρίπου (Χρον. Μορ. H 3185).
- 3) Τιμάριο, φέουδο:
- της Άκοβας η μπαρουνία με τα ομάτζια που έχει, ότι είναι εικοσιτέσσαρα φιέ καβαλλαρίων (Χρον. Μορ. H 7678· 7688).
[<αρχ. γαλλ. omage· πβ. και μεσν. λατ. homagium (Blaise· βλ. και Du Cange, Lat.). Ο τ. ομά(ν)τζι σε δημ. τραγ. Ο τ. ομάντζιον στο Du Cange. Η λ. στο Meursius]
- 1)