Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολόκληρα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ολόκληρα, επίρρ.
  • Ολοκληρωτικά, εντελώς:
    • εκείνος οπού έχασεν το πράγμαν εντέχεται να αναλάβει το εδικόν του ολόκληρα (Ασσίζ. 1746).

[<επίθ. ολόκληρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go