Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκτάς
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οκτάστηλος -η -ο [oktástilos] & οχτάστηλος -η -ο [oxtástilos] Ε5 : (για κείμενο) που καλύπτει οχτώ στήλες της σελίδας στην οποία είναι τυπωμένο: H είδηση δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες με οκτάστηλους τίτλους. Οχτάστηλο άρθρο. || (ως ουσ.) το οκτάστηλο & το οχτάστηλο, για οκτάστηλο τίτλο ή άλλο κείμενο.

[λόγ. οκτα- + στήλ(η) -ος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Κριαρά]
οκτάστιχο το· οχτάστιχο.
  • Οχτάστιχη στροφή:
    • Γροίκησε έναν οχτάστιχο πὂκαμα του Rangone (Κατζ. Δ́ 361).

[ουδ. του επιθ. οκτάστιχος (Steph.) ως ουσ. Η λ. τον 4.-5. αι. και σε σχόλ. (TLG, ‑ον) και σήμ., καθώς και ο τ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οκτάστιχος -η -ο [oktástixos] & οχτάστιχος -η -ο [oxtástixos] Ε5 : που έχει οχτώ στίχους: Οκτάστιχο ποίημα. || (ως ουσ.) το οκτάστιχο & το οχτάστιχο, η οκτάστιχη στροφή.

[λόγ. < ελνστ. ὀκτάστιχος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Κριαρά]
οκτασύλλαβος, επίθ.· οκτωσύλλαβος.
  • Που αποτελείται από οχτώ συλλαβές·
    • (προκ. για στίχο):
      • (Ερμον. Πρόλ. 60).

[μτγν. επίθ. οκτασύλλαβος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οκτασύλλαβος -η -ο [oktasílavos] & οχτασύλλαβος -η -ο [oxtasílavos] Ε5 : που έχει οχτώ συλλαβές: Οκτασύλλαβη λέξη. || (μετρ.) ~ στίχος και ως ουσ. ο οκτασύλλαβος, στίχος που αποτελείται από οχτώ συλλαβές.

[λόγ. < ελνστ. ὀκτασύλλαβος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες