Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οιμωγη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οιμωγή η [imojí] Ο29 : (λόγ.) θρηνώδης κραυγή.

[λόγ. < αρχ. οἰμωγή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go