Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οικοτροφείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοτροφείο το [ikotrofío] Ο39 : ίδρυμα που δέχεται οικοτρόφους: ~ αρρένων / θηλέων. Mένει σε ~. Tο σχολείο μας διαθέτει και ~ για εσωτερικούς μαθητές.

[λόγ. οικότροφ(ος) -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go