Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοκυράτον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οικοκυράτον το· νοικοκεράτο(ν)· νοικοκυράτον.
  • Τα σχετικά με τη διαχείριση του σπιτιού, το νοικοκυριό:
    • Ήφηκες τσ’ έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα (Ερωτόκρ. Ά 805· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1612).

[<ουσ. οικοκυρά + κατάλ. ‑άτον. Ο τ. νοικοκεράτο και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες