Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυπνητός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξυπνητός -ή -ό [ksipnitós] Ε1 : που έχει ξυπνήσει, που δεν κοιμάται πια: Είμαι ξυπνητή από τις εφτά. || ξύπνιος1: Έμεινε ξυπνητή ως τις τρεις.

[μσν. ξυπνητός < ξυπνη- (ξυπνώ) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες