Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξουρίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξουρίζω [ksurízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) ξυρίζω.

[ελνστ. ξυρίζω κατά το ξουράφι]

[Λεξικό Κριαρά]
ξουρίζω,
βλ. ξυρίζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες