Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξομολογώ [ksomoloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : (λαϊκότρ.) εξομολογώ. 1. για το μυστήριο της εξομολόγησης: Πήγα να ξομολογηθώ. 2. προσπαθώ να μάθω από κπ. ορισμένο μυστικό: Tην ξομολογούσε τόση ώρα, για δυο πρόσωπα που συζητούν παράμερα και μυστικά.
[μσν. ξομολογώ < ελνστ. ἐξομολογῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξομολογώ,
- βλ. εξομολογώ.



