Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξεχρεώνω [ksexreóno] -ομαι Ρ1 : ANT χρεώνω. 1. επιστρέφω σε κπ. τα χρήματα που του χρωστώ: Θα σε ξεχρεώσω μόλις πληρωθώ. Για να ξεχρεωθώ πούλησα το σπίτι. 2. απαλλάσσω κπ. από το χρέος του: Ξεχρέωσα τη μάνα μου που ήταν βουτηγμένη στα χρέη. 3. εξοφλώ κτ. το οποίο χρωστώ: Kατάφερα και το ξεχρέωσα το αυτοκίνητο.
[ξε- χρεώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεχρεώνω· ξεχριώνω· ξεχρώνω.
-
- Ά (Μτβ.) πληρώνω το χρέος κάπ.:
- έδωσεν το τίποτές του και εξέχρωσε την μητρόπολην (Συναδ. φ. 43v).
- Β́ (Αμτβ.) εξοφλώ το χρέος μου·
- (εδώ σε μεταφ.):
- (Διγ. O 2551).
- (εδώ σε μεταφ.):
[<αόρ. του παλαιότ. εκχρεόω (11. αι., LBG). Ο τ. ‑χριώ‑ στο Du Cange (‑ειώνειν)· ‑χρώ‑ στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]
- Ά (Μτβ.) πληρώνω το χρέος κάπ.:



