Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεσυνηθίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεσυνηθίζω [ksesiniθízo] Ρ2.1α : ANT συνηθίζω. 1. παύω να έχω κάποια συνήθεια: Ξεσυνήθισα να κοιμάμαι το μεσημέρι. 2. χάνω την ευχέρεια, την ικανότητα που είχα να κάνω κτ.: Ξεσυνήθισα να κάνω ποδήλατο / να μιλάω γαλλικά. 3. ~ κπ., χάνω την οικειότητα που είχα με κπ. με τον οποίο είχα συχνή επαφή: Mε ξεσυνήθισε το παιδί, γιατί έχει καιρό να με δει.

[ξε- συνηθίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες