Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξεμαυλίζω.
-
- 1) Παρασύρω στην ανηθικότητα, στη διαφθορά:
- ήσουνε πουτάνα και … μαυλίστρα, οπού με εξεμαύλισες κι επήρες με μετά σου (Γαδ. διήγ. 511).
- 2) Παραπλανώ, ξεγελώ:
- τους επαράσυραν κι εξεμαυλίσανέ τους (Χρον. Μορ. H 1146).
[<επιτ. ξε‑ + μαυλίζω ή <αόρ. εξεμαύλισα του εκμαυλίζω. Τ. ξη‑ σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav.]
- 1) Παρασύρω στην ανηθικότητα, στη διαφθορά:



