Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεκούραστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεκούραστος -η -ο [ksekúrastos] Ε5 : 1.που δεν είναι κουρασμένος, που δεν κουράστηκε ή που έχει ξεκουραστεί: Tώρα που είμαι ~ μπορώ να σε βοηθήσω. Σηκώθηκε φρέσκος φρέσκος και ~. 2. που δεν είναι κουραστικός: Ξεκούραστη δουλειά. Είναι ξεκούραστο παιδί. ξεκούραστα ΕΠIΡΡ.

[ξεκουρασ- (ξεκουράζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες