Παράλληλη αναζήτηση
| 997 εγγραφές [811 - 820] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεσυνηθίζω [ksesiniθízo] Ρ2.1α : ANT συνηθίζω. 1. παύω να έχω κάποια συνήθεια: Ξεσυνήθισα να κοιμάμαι το μεσημέρι. 2. χάνω την ευχέρεια, την ικανότητα που είχα να κάνω κτ.: Ξεσυνήθισα να κάνω ποδήλατο / να μιλάω γαλλικά. 3. ~ κπ., χάνω την οικειότητα που είχα με κπ. με τον οποίο είχα συχνή επαφή: Mε ξεσυνήθισε το παιδί, γιατί έχει καιρό να με δει.
[ξε- συνηθίζω]
- ξεσυννεφιάζω [ksesinefxázo] Ρ2.1α : (για ουρανό, καιρό κτλ.) γίνομαι πάλι ασυννέφιαστος.
[ξε- συννεφιάζω]
- ξεσυντροφιάζομαι.
-
- (Μέσ.) δεν έχω συντροφιά ή προστασία:
- κορασίδα μοναχή και ξεσυντροφιασμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [129]).
[<στερ. ξε‑ + συντροφιάζομαι. Η λ. στο Βλάχ.· το μέσ. στο Somav.]
- (Μέσ.) δεν έχω συντροφιά ή προστασία:
- ξεσύρνω· ξεσέρνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Μετακινώ κ. σύροντάς το·
- (προκ. για σπαθί) τραβώ έξω από το θηκάρι:
- (Διγ. Esc. 1117).
- (προκ. για σπαθί) τραβώ έξω από το θηκάρι:
- 2) (Προκ. για ρόκα ή αδράχτι) κρατώ· στρίβω, στριφογυρίζω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [252]).
- 3) (Μεταφ. προκ. για χρήματα) παίρνω, αποσπώ:
- (Φορτουν. Γ́ 338).
- 1) Μετακινώ κ. σύροντάς το·
- Β́ (Αμτβ.) μετακινούμαι από τη θέση μου, σαλεύω:
- Κάθου στη σέλα δυνατός μη λάχει και ξεσύρεις (Ερωτόκρ. Β́ 2123 χφ X κριτ. υπ).
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) αποσύρομαι, τραβιέμαι προς τα πίσω:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 279).
[<ξε‑ + σύρνω. Πβ. μτγν. εκσύρω. Ο τ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.
- ξεσφαίνω.
-
— Βλ. και ξεσφάλλω.
- (Προκ. για σφάλμα, παράπτωμα) ξεφεύγω τον έλεγχο:
- (Ερωτόκρ. Ά 1578).
[<επιτ. ξε‑ + σφαίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- (Προκ. για σφάλμα, παράπτωμα) ξεφεύγω τον έλεγχο:
- ξεσφάλλω.
-
— Βλ. και ξεσφαίνω.
- Ά (Αμτβ.) αστοχώ, ξεφεύγω:
- Ήριξεν ο Ρωτόκριτος … τ’ Αρίστου κοπανιά … κι η χέρα του ως ξεσφάλλει … (Ερωτόκρ. Δ́ 1849).
- Β́ (Μτβ. με αντικ. το ουσ. στράτα) παίρνω λάθος δρόμο, δεν ακολουθώ το σωστό·
- (εδώ σε μεταφ.):
- (αυτ. Ά 728).
- (εδώ σε μεταφ.):
[<επιτ. ξε‑ + σφάλλω]
- Ά (Αμτβ.) αστοχώ, ξεφεύγω:
- ξεσφίγγω [ksesfíŋgo] -ομαι Ρ αόρ. ξέσφιξα, απαρέμφ. ξεσφίξει, παθ. αόρ. ξεσφίχτηκα, απαρέμφ. ξεσφιχτεί, μππ. ξεσφιγμένος : χαλαρώνω κτ. το οποίο είναι σφιγμένο. ANT σφίγγω: ~ τη βίδα / τη ζώνη.
[ξε- σφίγγω]
- ξεσφονδυλίζω· ξεσφοντυλίζω.
-
- I. (Ενεργ.) σπάζω τη σπονδυλική στήλη ή τον τράχηλο κάπ.·
- (εδώ μεταφ.) βλάπτω ηθικά:
- να ξεσφονδυλίζει τους νέους … το γένος των κολάκων (Σοφιαν., Παιδαγ. 120 (Πλούταρχος εκτραχηλίζον)).
- (εδώ μεταφ.) βλάπτω ηθικά:
- II. (Μέσ.) σπάζει η σπονδυλική μου στήλη, τσακίζομαι· σκοτώνομαι:
- (Ιστ. Βλαχ. 2136)·
- έπεσεν και εξεσφοντυλίσθη ο Σίμων ο μάγος (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 336r).
[<αόρ. του εκσφονδυλίζω (βλ. ά.)]
- I. (Ενεργ.) σπάζω τη σπονδυλική στήλη ή τον τράχηλο κάπ.·
- ξεσχίζω· ξερκίζω· ξεσκίζω· μτχ. παρκ. εξεσχισμένος· ξεκισμένος.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Σχίζω, κάνω κομμάτια:
- τα φλάμπουρα ξεσκίσασι (Αχέλ. 1074)·
- φρ. ξεσκίζω τα ρούχα μου =
- (α) για εκδήλωση μεγάλης λύπης ή οργής:
- (Δεφ., Σωσ. 210, Φορτουν. Β́ 374)·
- (β) προκ. για δαιμονισμένο:
- (Διαθ. Νίκωνος 258)·
- (α) για εκδήλωση μεγάλης λύπης ή οργής:
- β) (μεταφ. προκ. για την καρδιά):
- την καρδιά μου εξέσκισε κι επήρε μου το νου μου (Πανώρ. Ά 164)·
- γ) (σε μεταφ.) αποκηρύσσω, απαρνούμαι:
- τη 'στόρηση της ανθρωπιάς εξέσκισες κι εγδύθης και προπατείς ωσάν το ζο (Ερωτόκρ. Ά 1182)·
- δ) (προκ. για πληγή) ανοίγω περισσότερο, επιδεινώνω:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1076).
- α) Σχίζω, κάνω κομμάτια:
- 2) Σχίζω στα δυο:
- (Βεντράμ., Φιλ. 208).
- 3)
- α) (Για άγριο θηρίο, σκύλο ή αρπακτικό πτηνό) καταξεσχίζω, κατασπαράζω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 802, Θησ. Έ [576], Αιτωλ., Μύθ. 35)·
- β) (προκ. για πολεμικούς ελέφαντες):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 252).
- α) (Για άγριο θηρίο, σκύλο ή αρπακτικό πτηνό) καταξεσχίζω, κατασπαράζω:
- 4)
- α) Γδέρνω, προκαλώ αμυχές:
- τα πόδια σου στο δάσο να ξεσκίζεις (Πιστ. βοσκ. II 2, 100)·
- β) (με αντικ. τα ουσ. μάγουλα, στήθη σε εκδήλωση πένθους):
- (Λίμπον. 414, Κορων., Μπούας 42).
- α) Γδέρνω, προκαλώ αμυχές:
- 5)
- α) Εξοντώνω, αφανίζω, θανατώνω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49810·)>
- ενίκα δυνατούς κι εξέσχιζε λεοντάρια (Διγ. A 4401)·
- β) (εδώ με ταυτόχρονο κομμάτιασμα της σάρκας):
- κανονία στρατιώτες τρεις εξέσκισεν (Αχέλ. 1065)·
- γ) διαμελίζω (νεκρό σώμα):
- τον μουσικόν Ορφεύ όλες τους (ενν. οι Θρακιές) εξεσχίσαν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [445]).
- α) Εξοντώνω, αφανίζω, θανατώνω:
- 6) Συντρίβω, κομματιάζω:
- (Ερωτόκρ. Β́ 2393).
- 7)
- α) (Μεταφ.) διασχίζω, διαπερνώ:
- βροντή … τα νέφαλα ξεσκίζει (Ερωτόκρ. Β́ 1124)·
- β) προκ. για το όργωμα:
- ξεσκίζω την γην με το ζευγάρι (Πιστ. βοσκ. V 1, 12).
- α) (Μεταφ.) διασχίζω, διαπερνώ:
- 8) Παραβιάζω τα σύνορα (χώρας, πόλης), εισβάλλω:
- Αλίμονον στη χώραν μας, αφής την εξεσχίσαν οι Τούρκοι (Θρ. Κύπρ. 457).
- 9) Καταστρέφω οικονομικά, «γδέρνω»:
- να με ξεσκίσει, … το σπίτι μου να γδύσει; (Πανώρ. Έ 237).
- 10) Αδικώ κατάφωρα:
- να μην αφήνει (ενν. ο βασιλέας) να ξεσκίζονται οι πτωχοί οπού κρένονται (Μπερτόλδος 84).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Σχίζομαι, κόβομαι:
- (Πεντ. Έξ. XXXIX 23)·
- (σε σχ. υπαλλαγής):
- να ξεσκίζομαι 'ς το ράσο (Φαλλίδ. 274)·
- β) (μεταφ. σε ιδιάζ. χρ.):
- εβάλθη (ενν. η βασίλισσα) να γελάσει τοιουτοτρόπως οπού έκανε χρεία να ξεσκισθεί και από τα δύο μέρη (Μπερτολδίνος 134).
- α) Σχίζομαι, κόβομαι:
- 2) (Συνεκδ.) ταλαιπωρούμαι (πβ. ξέσκισμα 1):
- εδώ κι εκεί ξεσκίζεσαι με τις συντρόφισσές σου και σκιας λαγό δεν ήφερες στο σπίτι μας (Πανώρ. Β́ 111).
- 3) Ρίχνομαι, χτυπιέμαι κάτω (προκ. για δαιμονισμένο):
- τον κάμει (ενν. το πνεύμα) και ξεσχίζεται και αφρίζει (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 18).
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Σχισμένος, κουρελιασμένος:
- ξεσκισμένον φόρεμα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 425)·
- (σε θέση ουσ.):
- Επεριπάτει με παλαιά και ξεσχισμένα ζητών ελεημοσύνην (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 296).
- 2) (Σε σχ. υπαλλαγής) που φορά σχισμένα ρούχα, κουρελής:
- πάντα κακορίζικος είσαι και ξεσκισμένος (Στάθ. Ά 183)·
- εγδυμνός και ξεσκισμένος (Φαλλίδ. 104).
- 1) Σχισμένος, κουρελιασμένος:
[<επιτ. ξε‑ + σχίζω. Πβ. όμως και αρχ. εκσχίζω. Ο τ. ξερκ‑ στο Du Cange (λ. ξερκείν) και σήμ. ιδιωμ. Για τον τ. της μτχ. παρκ. ξεκ‑ πβ. ιδιωμ. ξεκώ, κ.ά. (Pern., Ét. linguist. I 430, 473). Ο τ. ξεσκ‑ (Βλάχ.) και η λ. (Du Cange) και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- ξέσχισμα το· ?ξέκισμα, (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [962] (ξεκίσματα))· ξέσκισμα.
-
- 1) Κομμάτιασμα, ξέσχισμα·
- (συνεκδ.) ταλαιπωρία:
- Κυνήγια και ξεσκίσματα ας έχουσιν οι άλλες (Πανώρ. Γ́ 200 χφ D κριτ. υπ).
- (συνεκδ.) ταλαιπωρία:
- 2) Τραύμα, πληγή:
- ξεσκίσματα αιματερά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [946]).
- 3) Μαρτύριο, βασανισμός:
- Ξεσκίσματα και παίδες (Πιστ. βοσκ. III 6, 110· IV 1, 17).
- 4) Ράκος, κουρέλι:
- (Μπερτόλδος 80).
- 5) (Συνεκδ.) ρούχο παλιό ή σχισμένο:
- ο πτωχός ο χωριάτης εγδύθη από την βέσταν και έμεινεν με τα ξεσκίσματά του ολοτρόγυρα (Μπερτόλδος 70).
- Φρ. έχω ξέσκισμα στην πρύμην = έχω διαπράξει κ. ανήθικο, «έχω λερωμένη τη φωλιά μου»:
- (Μπερτόλδος 24).
[<αόρ. του ξεσχίζω + κατάλ. ‑μα. Για τον τ. ξέκ‑ πβ. ιδιωμ. ξεκώ, κ.ά. (βλ. ξεσχίζω, ετυμολ.), αν όχι εσφαλμ. γρ. αντί ξεσκ‑ (λίγο πιθ. να πρόκ. για λ. 'ξαίκισμα <*εξ‑αικίζω). Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Κομμάτιασμα, ξέσχισμα·



