Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξε*
997 εγγραφές [931 - 940]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχαρβάλωμα το [ksexarváloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεχαρβαλώνω.

[ξεχαρβαλώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχαρβαλώνω [ksexarvalóno] -ομαι Ρ1 : 1.σαραβαλιάζω κτ., το εξαρθρώνω ή του χαλώ το μηχανισμό από την κακή ή τη μακρόχρονη χρήση: Tην ξεχαρβάλωσες την καρέκλα / την ντουλάπα. Ξεχαρβαλώθηκε πια το αυτοκίνητο. Ο βοριάς χτυπούσε τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα. Ξεχαρβαλωμένο ρολόι. 2. (μτφ., οικ.) αποδιοργανώνω κτ.: Ξεχαρβαλώθηκε η κρατική μηχανή. Ο θόρυβος ξεχαρβαλώνει το νευρικό σύστημα. Ξεχαρβαλώθηκα πια!, από κούραση, εκνευρισμό κτλ.

[μσν. ξεχαρβαλώνω < ξε- χάρβαλ(ο) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεχαρβαλώνω· μτχ. παρκ. εξεχαρβαλωμένος.
  • Φθείρω, χαλώ εντελώς·
    • η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που έχει υποστεί σοβαρές φθορές, διαλυμένος:
      • βάρκα … ξεχαρβαλωμένη, δίχως κουπιά μηδέ άρμενα (Φορτουν. Αφ. 13
      • παπούτσια … εξεχαρβαλωμένα (Σαχλ., Αφήγ. 190).

[<επιτ. ξε‑ + χαρβαλώνω. Πβ. καταχαρβαλώνω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχαρμανιάζω [ksexarmanázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) ικανοποιώ επιθυμία για κάπνισμα ύστερα από μακροχρόνια στέρηση και, με επέκταση, για οτιδήποτε άλλο έχω στερηθεί.

[ξε- χαρμανιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχασιάρης -α -ικο [ksexasxáris] Ε9 : (οικ.) που ξεχνάει εύκολα, που είναι αφηρημένος. || (ως ουσ.) ο ξεχασιάρης, θηλ. ξεχασιάρα.

[ξεχασ- (ξεχνώ) -ιάρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχέζω [ksexézo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) βρίζω κπ. χυδαία· τον χέζω πατόκορφα.

[ελνστ. ἐκχέζω επιτατ. του χέζω (ἐκ- > ξε-)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχειλίζω [ksexilízo] Ρ2.1α μππ. ξεχειλισμένος : 1.για υγρό που φτάνει ως τα χείλη του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται και αρχίζει να χύνεται έξω: Ξεχείλισε το κρασί / το λάδι. Ξεχείλισε η λεκάνη, το περιεχόμενο της λεκάνης. || (επέκτ.): Ξεχείλισε το ποτάμι, πλημμύρισε. || γεμίζω κτ. ως επά νω: Tο ξεχείλισες το πιάτο. ΦΡ ξεχείλισε πια το ποτήρι, για να δηλώσουμε ότι εξαντλήθηκε η υπομονή κάποιου και ότι θα ακολουθήσει η αντίδραση ή η έκρηξη. η σταγόνα* που ξεχείλισε το ποτήρι. 2. (μτφ.) α. (οικ.): Ξεχειλίζουν τα λίπη / οι σάρκες του, για υπερβολικά παχύ και πλαδαρό άνθρωπο. β. για έντονο συναίσθημα που καταλαμβάνει κπ. και εκδηλώνεται με ανάλογα έντονο τρόπο: H καρδιά του ξεχειλίζει από αγάπη, πλημμυρίζει. || Aυτή η κοπέλα ξεχειλίζει από νιάτα / από ζωή.

[μσν. ξεχειλίζω < ξέχειλ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ξεχειλίζω· ξηχειλίζω· υποτ. αορ. εξεχειλίσω.
  • Ά (Μτβ.) (προκ. για λόγο) ξεστομίζω, προφέρω:
    • τις δύναται … να το πει και να το ξεχειλίσει …; (Βυζ. Ιλιάδ. 688).
  • Β́ (Αμτβ.) (προκ. για υγρό) ξεχειλίζω, πλημμυρίζω· ξεχύνομαι·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • το πέλαγος των χαρίτων εξεχείλισεν εις το γένος των ανθρώπων (Ροδινός 62).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. χείλος + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξεχείλισμα το [ksexílizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεχειλίζω.

[ξεχειλισ- (ξεχειλίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξέχειλος -η -ο [kséxilos] Ε5 : που φτάνει ως τα χείλη του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται: Γεμίζει το ποτήρι ως επάνω ξέχειλο.

[μσν. *ξέχειλος (πρβ. μσν. ξεχειλίζω) < ξε- χείλ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   1... 92 93 [94] 95 96 ...100   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες