Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ξαναβαπτίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ξαναβαπτίζω.
  • Βαφτίζω για δεύτερη φορά:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2210).

[<ξανα‑ + βαπτίζω. Παλαιότ. τ. εξ‑ το 10. αι. (LBG), μέσ. τον 7.αι. Η λ. στο Somav. και σήμ. (‑φτ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go