Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξίκικος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξίκικος -η -ο [ksíkikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) λιποβαρής. ξίκικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. eksik -ικος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες