Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νυφοπάζαρο το [nifopázaro] Ο41 : (μειωτ.) τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και γυναίκες και όπου, οι άντρες κυρίως, διαλέγουν τη γυναίκα που θέλουν να παντρευτούν.
[νύφ(η) -ο- + παζάρ(ι) -ο]