Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοτάριος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νοτάριος ο.
— Βλ. και νοδάρος, νοτάρης και νοτάρος.
  • 1) Γραμματικός, γραμματέας·
    • (εδώ) γραμματέας δικαστηρίου:
      • ταύτα πάντα γράφει ο νοτάριος λόγον προς λόγον (Ελλην. νόμ. 5221).
  • 2)
    • α) Αξιωματούχος με καθήκοντα γραμματέα, καθώς και άλλες αρμοδιότητες, στην υπηρεσία κοσμικού ή εκκλησιαστικού άρχοντα:
      • το σιρ Τζάκο τε Πολονία τον νοτάριον, οπού ’χεν πέψειν ο ρήγας διά μαντατοφόρον (Μαχ. 17210
      • ο πατριαρχικός έξαρχος και νοτάριος (Byz. Kleinchron. Ά 3247
    • β) το παραπάνω αξίωμα:
      • Ταύτα (ενν. τα οφφίκια) δίδονται εις τους λαϊκούς: Του πρωτονοταρίου, του λογοθέτου … του νοταρίου … (Μαλαξός, Νομοκ. 517).
  • 3) Συμβολαιογράφος:
    • ήκραξα εσένα τον … νοτάριον … οδιά να γράψεις … το παρόν μου τεσταμέντο (Διαθ. 17. αι. 711· Αλφ. 1151).

[μτγν. ουσ. νοτάριος (TLG, L‑S Suppl.) <λατ. notarius. Η λ. σε έγγρ. 11.-18. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go