Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομιναλισμός ο [nominalizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία που υποστηρί ζει ότι οι γενικές έννοιες είναι απλά λεκτικά σύμβολα, χωρίς πραγματική υπόσταση· ονοματοκρατία.
[λόγ. < γαλλ. nominalisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομιναλιστής ο [nominalistís] Ο7 θηλ. νομιναλίστρια [nominalístria] Ο27 : οπαδός του νομιναλισμού.
[λόγ. < γαλλ. nominaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. νομιναλισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομιναλιστικός -ή -ό [nominalistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο νομιναλισμό ή στο νομιναλιστή.
[λόγ. νομιναλιστ(ής) -ικός]



