Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιν
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
νινάκι το.
  • (Θωπευτ.) μωρό:
    • (Πιστ. βοσκ. IV 2, 14).

[<ουσ. νινί(ον) (νίννιον σε Γλωσσάρ., L‑S Suppl.· Steph., ‑ίον και σήμ. ‑ί) + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Νινευίτης ο.
  • Ο κάτοικος της Νινευή:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 384v).

[μτγν. εθν. Νινευίτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νινί το [niní] Ο43 : (παιδ.) μωρό. || κούκλα που παριστάνει μωρό. νινάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *νινί (πρβ. μσν. νινάκι, ελνστ. νιννίον) λ. νηπιακή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νινίδα η [niníδa] Ο26 : κρούστα από σμήγμα που σχηματίζεται στο κεφάλι των βρεφών.

[νιν(ί) -ίδα κατά το κασίδα]

[Λεξικό Κριαρά]
νινίτσιν το.
  • (Θωπευτ.) μωρό:
    • μικρόν νινίτσιν (Προδρ. I 194).

[<ουσ. νινί(ο)ν + κατάλ. ‑ίτσιν. Τ. ‑ι σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες