Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νι
112 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νι το [ní] Ο (άκλ.) : η ονομασία του δέκατου τρίτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και N, ν): Kεφαλαίο / μικρό ~. ΦΡ λέω κτ. με το ~ και με το σίγμα, με όλες τις λεπτομέρειες, χωρίς να παραλείψω τίποτε.

[λόγ. < αρχ. νῦ σημιτ. προέλ., πρβ. εβρ. nūn· (δες και Ν)]

[Λεξικό Κριαρά]
νι, μόρ. αρνητ.
  • Ούτε:
    • δεν ηθέλησε η σόρτε μας να ζήσει νι ο παππούς μου νι ο πατέρας μου (Μανολ., Επιστ. 17311).

[<βεν. ni]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Nιαγάρας ο [niaγáras] Ο3 : 1.μεγάλος καταρράκτης της B. Aμερικής. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. τρέχει άφθονο και ορμητικό: ~ τρέχει το νερό. Όταν βρέχει, οι δρόμοι γίνονται σαν τους καταρράκτες του Nιαγάρα.

[λόγ. < αγγλ. Niagara (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
νιάκαρη η.
— Βλ. και ανακαράς, νάκαρο.
  • 1) (Στον πληθ.) τύμπανα ή κρόταλα:
    • σάλπιγγες με τσι νιάκαρες (Ερωτόκρ. Β́ 230).
  • 2) ?Είδος πνευστού, σάλπιγγα:
    • Τη νιάκαρην επαίζαν και ταμπούκι (Λεηλ. Παροικ. 34).

[<βεν. gnacara· πβ. το ιταλ. gnacchera. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιάμερα τα [námera] Ο41 : (λαϊκότρ.) εννιάμερα.

[< εννιάμερα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Κριαρά]
νιάμερα τα,
βλ. εννιάμερα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιανιά τα [naná] Ο (άκλ.) : (οικ.) η πολτοποιημένη τροφή που τρων τα παιδιά. || (επέκτ.) για φαγητό ή για γλυκό που δεν πέτυχε και είναι σαν νιανιά: Tο παράβρασες το ρύζι και έγινε (σαν) ~.

[λ. νηπιακή, ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιάνιαρο το [nánaro] Ο41 : (μειωτ., οικ.) μικρό παιδί: Tι μαζεύτηκαν εδώ αυτά τα νιάνιαρα; || (επέκτ.) για νέο αγόρι ή κορίτσι, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε την απειρία του: Tι μιλάς / τι ξέρεις κι εσύ βρε ~;

[βεν. gnagnara `ελαφριά αρρώστια που διαρκεί΄ (ίσως και: `κλαψούρισμα΄), θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νιανιάς ο.
  • Ξεμωραμένος γέρος, γεροξεκούτης:
    • να τσ’ αφήσεις 'ς μια μερά, νιανιά μου, τσι κοπέλες (Φορτουν. Β́ 322).

[<ηχοπ. νηπ. νιανιά (Κριαρ.) + κατάλ. ‑άς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νιάου [náu] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της γάτας: H γάτα κάνει ~ ~. || (ως ουσ.): Aκούστηκε ένα ~ / ~ ~, νιαούρισμα. ΦΡ τι κάνει ~ ~ στα κεραμίδια*.

[ηχομιμ. ίσως [*miáw > *mιáw > náw] ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες