Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεφραμιά η [neframná] Ο24 : κομμάτι από τα πλευρά σφαγμένου ζώου μαζί με το νεφρό.
[*νεφραριά < νεφρ(ό) -αριά (σύγκρ. συκωταριά) και ανομ. [r-r > r-m] ;]



