Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεαρά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
νεαρά η.
  • (Νομ.) νομική διάταξη που εξέδιδε ένας βυζαντινός αυτοκράτορας είτε για να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει τον κώδικα είτε για να ρυθμίσει μια νέα σχέση:
    • (Ελλην. νόμ. 57918
    • πλέον κυριεύουν αι νεαραί παρά οι νόμοι (Βακτ. αρχιερ. 172).

[θηλ. του αρχ. επιθ. νεαρός ως ουσ., μετάφρ. του ιταλ. novella. Η λ. τον 6. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go