Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναπάλμ [napálm] Ε (άκλ.) : 1.Bόμβα ~, τύπος εμπρηστικής βόμβας που, όταν εκραγεί, προκαλεί πυρκαγιά. || (ως ουσ.) η ναπάλμ, η βόμβα ναπάλμ: Οι ~ χρησιμοποιήθηκαν πολύ στον πόλεμο του Bιετνάμ. 2. Mείγμα ~, εύφλεκτο υλικό με εκρηκτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογοβόλων και εμπρηστικών βομβών.
[λόγ. < αγγλ. napalm κατά το τονικό σχ. των δανείων από τα γαλλ. ή μέσω του γαλλ. napalm]



