Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνο
201 εγγραφές [111 - 120]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόξυλο το [monóksilo] Ο41 : στενόμακρη βάρκα κατασκευασμένη από ένα χοντρό κορμό δέντρου που τον έχουν κάνει κοίλο.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. μονόξυλα τά (ενν. πλοῖα)]

[Λεξικό Κριαρά]
μονόξυλο(ν) το.
  • Είδος πρωτόγονου πλοιαρίου κατασκευασμένου από ένα μόνο κορμό δέντρου:
    • Ηύρεν μονόξυλον μικρόν, σεβαίνει να περάσει (Ιμπ. 556).

[αρχ. ουσ. μονόξυλα (ενν. πλοία)· στον εν. μτγν. (Soph., Du Cange, α). Η λ. (‑ο) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μονοοικώ· μουνουοικώ.
  • Κατοικώ μόνος:
    • ουκ ωφέλιμον και μουνουοικείν (Gesprächb. 11320‑1).

[<επίθ. μόνος + οικώ. Πβ. αρχ. επίθ. μονοίκητος και μτγν. μόνοικος, καθώς και μεσν. ουσ. μονοίκιον (12. αι., Du Cange, ‑ια· πβ. Άμαντος 1964: 301-2)]

[Λεξικό Κριαρά]
μονοούσιος, επίθ.
  • (Προκ. για το Άγιο Πνεύμα) που έχει μία μόνον ουσία:
    • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 310).

[μτγν. επίθ. μονοούσιος]

[Λεξικό Κριαρά]
μονοπατάκι το.
  • Μικρό μονοπάτι:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1127).

[<ουσ. μονοπάτι(ν) + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοπάτι το [monopáti] Ο44 : 1. πολύ στενός και συνήθ. ανώμαλος δρόμος κυρίως στο ύπαιθρο, ο οποίος είναι βατός μόνο από ανθρώπους ή ζώα: Mεγάλωσαν οι θάμνοι κι έκλεισαν τα μονοπάτια. Kρυφό / άγνωστο ~. 2. (μτφ.) ενέργειες που γίνονται για την πραγματοποίηση ενός δύσκολου σκοπού: Tα δύσκολα μονοπάτια της αρετής. ΠAΡ Tο καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο ~, ο ικανός άνθρωπος ξέρει ή βρίσκει πολλούς τρόπους για να αντιμετωπίζει εμπόδια ή αδιέξοδα. μονοπατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. μονοπάτι < μονοπάτι(ο)ν < μονόπατ(ος) (< μονο- + πατ(ώ) -ος) -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
μονοπάτιν το· μονοπάτι.
  • α) Στενός και δύσβατος δρόμος σε ορεινή περιοχή ή στο ύπαιθρο, ατραπός:
    • επερπάτουν εις μονοπάτια δύσβατα και τόπους αποκρύφους (Λίβ. Sc. 2355
  • β) (γενικ.) δρόμος (συν. στενός) στο ύπαιθρο:
    • μονοπάτια κάμπου (Απόκοπ. 84
  • γ) (σε μεταφ.) προκ. για τρόπο ζωής, συμπεριφοράς, κ.τ.ό.:
    • η στράτα αυτή που πορπατείς αγκάθια είναι γεμάτη, … πιάσε άλλο μονοπάτι (Ερωτόκρ. Ά 1156
    • (ειδικ. προκ. για τον τρόπο ζωής που είναι σύμφωνος με τις εντολές του Θεού):
      • με δάκρυα του σωσμού εύρες (ενν. εσύ Μαρία Μαγδαληνή) το μονοπάτι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 114).

[<επίθ. μόνος + πατώ. Τ. ‑ιον τον 6. αι. Ο τ. ‑ι και σήμ. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑ιον) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μονοπατίτσι(ν) το.
  • Μικρό μονοπάτι, μονοπατάκι:
    • η στράτα εκείνη … εις εκατόν εκόπτετον μικρά μονοπατίτσια (Λίβ. N 2262).

[<ουσ. μονοπάτι(ν) + κατάλ. ‑ίτσι(ν). Η λ. (‑ι) και σήμ. ιδιωμ. (Georgacas 1982: 229)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόπατος -η -ο [monópatos] Ε5 : μονώροφος.

[μονο- + πάτ(ος) -ος (πάτος `πάτωμα΄ < ελνστ. πάτος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονόπετος -η -ο [monópetos] Ε5 : (για ρούχο) που το κάθε πέτο του είναι ενιαίο, δεν αποτελείται δηλαδή από δύο τμήματα: Mονόπετη ζακέτα. Mονόπετο παλτό / σακάκι. || (ως ουσ.) το μονόπετο.

[μονο- + πέτ(ο) -ος]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...21   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες