Παράλληλη αναζήτηση
| 201 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονομέρεια η [monoméria] Ο27 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μονομερής καθώς και η σχετική κατάσταση: H ~ των απόψεων / των συλλογισμών κάποιου. Πάθη που οδηγούν στη ~, στο φανατισμό και στην αδιαλλαξία.
[λόγ. < ελνστ. μονομέρεια]
- μονομερής -ής -ές [monomerís] Ε10 : 1α. που αφορά ένα μόνο τμήμα του συνόλου και παραβλέπει τα άλλα· μονόπλευρος: ~ οικονομική ανάπτυξη ορισμένων περιοχών της χώρας. β. που δεν είναι πλήρης ή αντικειμενικός, που εξετάζει τη μία μόνο πλευρά ενός ζητήματος, θέματος κτλ.· μονόπλευρος: ~ μόρφωση / έρευνα. ~ ιστορική ανάλυση. 2. (νομ.) που αφορά ένα από τα δύο σχετιζόμενα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά: ~ υποχρέωση. ~ καταγγελία μιας σύμβασης, που γίνεται από το ένα μόνο πρόσωπο.
μονομερώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μονομερής, μονομερῶς]
- μονομερώς, επίρρ.
-
- 1) Από τη μία μόνο μεριά:
- την οδόν ποιεί (ενν. ο βασιλεύς) τα παράλια … διερχόμενος, … ίνα μονομερώς έχῃ την των πολεμίων επέλευσιν (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) Ι 45).
- 2) Αυτοτελώς, ανεξάρτητα, μεμονωμένα:
- (Ψευδο-Σφρ. 48211).
[μτγν. επίρρ. μονομερώς. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Από τη μία μόνο μεριά:
- μονομεταλλισμός ο [monometalizmós] Ο17 : σύστημα νομισματικής κυκλοφορίας που στηρίζεται στη χρησιμοποίηση ενός μόνο πολύτιμου μετάλλου, συνήθ. του χρυσού ή του αργύρου, ως μέτρου των οικονομικών αξιών, ενώ τα άλλα μέταλλα έχουν περιορισμένη μόνο εξοφλητική ικανότητα· (πρβ. διμεταλλισμός).
[λόγ. < γαλλ. monométallisme < mono- = μονο- + métal < λατ. metallum < αρχ. μέταλλ(ον) -isme = -ισμός]
- μονομιάς [monomnás] επίρρ. τροπ. : 1. ξαφνικά: Πετάχτηκε ~ να βοηθήσει. Ξεχύθηκαν ~ στους δρόμους, να πανηγυρίσουν τη νίκη. 2. με μια κίνηση: Έσβησε όλα τα κεριά ~. ~ ρούφηξε το γάλα του, μονοκοπανιά.
[< φρ. μόνο μιας κατά το μεμιάς]
- μονόμματος, επίθ.
-
- Μονόφθαλμος:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 117).
[αρχ. επίθ. μονόμματος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Μονόφθαλμος:
- μονόμπαντα [monóbanda] & μονόπαντα [monópanda] επίρρ. : από τη μία μόνο πλευρά: Tα κύματα χτυπούσαν το πλοίο ~.
[μονο- + μπάντα 1, πάντα (διαφ. το επίρρ. πάντα)]
- μόνον, επίρρ.· μόν’· μόνε· μόνι· μόνο· μόνουν· μούνε.
-
— Βλ. και μοναχά.
- Ά Επίρρ.
- 1)
- α) Μόνον, αποκλειστικά (για να δηλωθεί περιορισμός ή αποκλεισμός προσώπου ή γεγονότος):
- (Πανώρ. Πρόλ. 74), (Αλεξ. 438, 155), (Χρον. Τόκκων 2703)·
- (σε επανάληψη επιτ.):
- (Πορτολ. Α 1806)·
- β) (στο σχ. όσο μόνε + ειδική πρόταση για να δηλωθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός):
- οι άλλοι … τον εδεχόντησαν, όσο μόνε ότι τον εφιλεύανε (Χρον. σουλτ. 3620)·
- γ) (επιτ. με τα ένας, μοναχά, μοναχός):
- μόνο ένα λογισμόν είχαν (Ερωτόκρ. Ά 40)·
- μοναχά μόνε με τον Μωσέ εσύντυχεν ο Κύριος; (Πεντ. Αρ. XII 2· Διγ. Άνδρ. 39017)·
- δ) απλώς και μόνον, απλώς:
- (Κυπρ. ερωτ. 1312)·
- μόνο να το θυμηθώ … νεκρώνουνται τα μέλη μου (Ερωτόκρ. Ά 925)·
- ε) (για να δηλωθεί εξαίρεση) παρά μόνον, εκτός:
- (Πουλολ. 49)·
- Άλλος τινάς δε μου 'φταιξε, μόνον η γι‑όρεξή μου (Πανώρ. Έ 205)·
- (με προηγ. την πρόθ. παρά):
- ουδείς γινώσκει … την ώραν του τέλους του παρά μόνον είς, ο Θεός (Σεβήρ., Διαθ. 189)·
- (με επόμ. το σύνδ. και):
- ουκ είχαν πλέον το τι να φάουν, μόνον και τα κορμιά τους (Χρον. Μορ. H 2933)·
- στ) (με αριθμητ.) παρά μόνον, το πολύ πολύ:
- (Χρον. Μορ. P 1899)·
- ο Αδάμ δεν εστάθηκεν εις τον Παράδεισον, μόνον έξι ώρες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 75r)·
- έκφρ. μόνον και, βλ. και Εκφρ. 18.
- α) Μόνον, αποκλειστικά (για να δηλωθεί περιορισμός ή αποκλεισμός προσώπου ή γεγονότος):
- 2) (Στο σχ. μόνον πως δεν …) μόνο που δεν …, λίγο έλειψε να …:
- μετά πολλού θυμού τον ύβρισε και μόνον πως δεν τον έδειρε (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 341).
- 3) (Χρον.)
- α) πια, τελικά:
- όσον να πα στα πρόβατα έσωσε μόν’ το βράδι (Σταυριν. 664)·
- β) τότε ακριβώς, αμέσως:
- μπαίνει (ενν. η Σωσάννα) στο λουτρό … μόνε θωρεί τους γέροντες (Δεφ., Σωσ. 110).
- α) πια, τελικά:
- 1)
- Β́ Ως σύνδ.
- 1) Αντιθετικός
- α) (μετά από αρνητ. πρόταση) παρά μόνον:
- (Περί ξεν. 74)·
- μέρα και νύκτα δεν σιγώ, μόν’ κάθομαι και κλαίω (Θρ. πατρ. 63)·
- β) (επιτ.) αποκλειστικά και μόνο για …, μόνο και μόνο για …:
- εγκρέμνισα στο πέλαγος μόνε για να γλυτώσω (Γαδ. διήγ. 475· Βεντράμ., Γυν. 46)·
- (με προηγ. το σύνδ. και):
- να παίζεις ουκ ηξεύρεις, και μόνον ήλθες, άτυχε, φοβέριστρον του γάμου (Πουλολ. 11)·
- γ) (για να δηλωθεί περιοριστική αντίθεση) παρά μόνον:
- (Καρταν., Π. Ν. Διαθ. φ. 191r)·
- Σ’ άλλο δεν ήσουνε καλός, μόνε να με πλανήσεις (Ζήνου, Βατραχ. 172)·
- δ) (στο σχ. ου μόνον …, αλλά και ή μα μάλιστα για σύνδεση επιδοτική):
- ου μόνον τότε η φροντίς, αλλά και νυν τυγχάνει (Προδρ. IV 150· Αλεξ. 1783)·
- ε) αλλά, όμως:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 191r)·
- θεγατέρα του πατρός μου αυτή· μόνε όχι θεγατέρα της μάνας μου (Πεντ. Γέν. XX 12)·
- στ) (με βουλητική συν. πρόταση για να δηλωθεί όρος, προϋπόθεση) αρκεί να …, φτάνει να …:
- πίνω το αίμα του, μόν’ να βρεθεί ομπρός μου (Άλ. Κύπρ. 1752· Ιμπ. 25).
- α) (μετά από αρνητ. πρόταση) παρά μόνον:
- 2) (Εναντιωμ. με προηγ. ή επόμ. το και) αν και, παρόλο που, μολονότι:
- (Χρον. Τόκκων 2418)·
- Μόνον κι είναι πουλλίν, παντές λυπάται τα πάθη μου (Κυπρ. ερωτ. 249).
- 3) Συμπερασμ.
- α) (για να εκφράσει προτροπή) λοιπόν:
- (Τριβ., Ταγιαπ. 129)·
- ειπέτε του Δαρείου ότι εγώ είμαι ητοιμασμένος, μόνον, όταν θέλει, ας έλθει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 215r)·
- β) σίγουρα, βέβαια:
- έκραξεν ο Αβιμελέκ το Ιτσχάκ και είπεν: «Μόνε ιδού γεναίκα σου αυτή» (Πεντ. Γέν. XXVI 9· Γέν. XXIX 14).
- α) (για να εκφράσει προτροπή) λοιπόν:
- 4) (Χρον. στο σχ. και μόνο να …) (αμέσως) μόλις, ευθύς ως:
- και μόνο να γροικήσει το φτύσμα μου το αδυνατό ντελόγκο είχε γυρίσει (Φορτουν. Γ́ 739).
- 5) (Συνδετικός για να δηλωθεί αντίθεση ή περιορισμός):
- να το φας (ενν. το κριάς)· … μόνε δυναμώσου να μη φας το αίμα (Πεντ. Δευτ. XII 23· Δευτ. XV 4).
- 6) (Αιτ. στο σχ. μόνε να) (ακριβώς) επειδή:
- Μόνε να είμαι εγώ καλή, … είμαι εδώ πρόθυμος (Μπερτολδίνος 137).
- 1) Αντιθετικός
[αρχ. επίρρ. μόνον. Οι τ. μόνε (Βλάχ.) και μόνι σήμ. ιδιωμ. Η λ. και οι τ. μόν’ και μόνο και σήμ.]
- Ά Επίρρ.
- μονονυκτίς, επίρρ.
-
- Σε μία μόνο νύχτα:
- ήλθεν μονονυκτίς και έβαλεν λαμπρόν εις τες πόρτες (Μαχ. 30226).
[<επίθ. μόνος + ουσ. νύκτα. Τ. ‑χτί(ς) σήμ. ιδιωμ.]
- Σε μία μόνο νύχτα:
- μονοξείδιο το [monoksíδio] Ο40 : (χημ.) οξείδιο του οποίου το μόριο έχει ένα μόνο άτομο οξυγόνου.
[λόγ. < διεθ. mon(o)- = μον(ο)- + oxide = οξείδιον]



