Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μόλα, επιφ.
-
- (Ναυτ.) πρόσταγμα που σημαίνει «άφησε!», «χαλάρωσε!», «λύσε!» (συν. ένα σκοινί):
- «έγια μόλα» …, το ναυτικόν εκείνον λαρύγγισμα (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4441 (χφφ σίγα μ‑)).
[<προστ. mola του βεν. molαr· πβ. αμολάρω. Βλ. και Kahane-Tietze 1958: 308-10. Η λ. στο Somav. (λ. μολάρω) και σήμ.]
- (Ναυτ.) πρόσταγμα που σημαίνει «άφησε!», «χαλάρωσε!», «λύσε!» (συν. ένα σκοινί):
[Λεξικό Κριαρά]
- μολάριον το,
- βλ. μουλάριον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μολαταύτα [mólatáfta] σύνδ. αντιθ. : σε παρατακτική σύνδεση· ύστερα από τελεία ή άνω τελεία και κυρίως στην αρχή της πρότασης εκφράζει εναντίωση προς τα προηγούμενα· παρ΄ όλα αυτά, εντούτοις: Kατάλαβε ότι ήταν ψέμα· ~ έκανε ότι τον πίστεψε. Ήξερε ότι δεν είχε ικανότητες. ~ του ανέθετε δύσκολες υποθέσεις. || συχνά προηγείται δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση για να δηλωθεί εντονότερα και εξαρχής η ισχυρή αντίθεση ανάμεσα στα δύο συνδεόμενα μέλη: Aν και ήξερε το χαρακτήρα τους, ~ τη λύπησε η συμπεριφορά τους.
[λόγ. επίδρ. στις φρ. μ΄ όλον ετούτο, μ΄ όλα αυτά]



