Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυλωτικόν το.
-
- Μέρος από το αλεύρι που αλέθεται ως αμοιβή του μυλωνά, τα αλεστικά:
- (Προδρ. II 26-3 χφ H κριτ. υπ).
[ουδ. του επιθ. *μυλωτικός ως ουσ. Πβ. λ. ‑ωνιάτ‑ στο Βλάχ.]
- Μέρος από το αλεύρι που αλέθεται ως αμοιβή του μυλωνά, τα αλεστικά:



