Combined Search
| 5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
- μπούνι το [búni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (ναυτ.) μικρό άνοιγμα στα πλευρά του πλοίου για να φεύγουν τα νερά από το κατάστρωμα. ΦΡ ως / μέχρι τα μπούνια, πάρα πολύ: Είναι γεμάτος / λερωμένος / ερωτευμένος ως τα μπούνια. Όχι μόνο δεν έχει λεφτά αλλά είναι και χρεωμένος ως τα μπούνια.
[ιταλ. bugna `η άκρη του πανιού του καραβιού, τα ανοίγματα από όπου χύνονται τα νερά του αμπαριού΄, θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ., σε φρ. όπως φορτωμένο μέχρι τα μπούνια `ξέχειλο΄]
- μπουνιά η [buná] Ο24 : χτύπημα με τη γροθιά: Δίνω / ρίχνω / τραβάω μια ~ σε κπ. Tου έπρηξε το μάτι με μια ~. (έκφρ.) παίζω* μπουνιές / γροθιές. || η γροθιά.
[ιταλ. & βεν. pugno, παλ. πληθ. pugna που θεωρήθηκε θηλ. εν., με μετακ. τόνου κατά το επίθημα -ιά που δηλώνει χτύπημα, σύγκρ. γροθιά (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]
- μπουνιάλο(ν) το,
- βλ. πουνιάλο.
- μπουνιάλος ο,
- βλ. πουνιάλος.
- μπουνίδι το [buníδi] Ο44 : (προφ.) πλήθος από συνεχείς μπουνιές και ιδίως ξυλοδαρμός με μπουνιές: Ρίχτηκε απάνω του και τον άρχισε στο ~.
[μπουν(ιά) -ίδι]



