Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουγελώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουγελώνω [bujelóno] -ομαι Ρ1 : καταβρέχω κπ. με νερό: Tον κυνηγού σε για να τον μπουγελώσει.

[μπουγέλ(ο) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες