Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπερμπαντεύω [berbandévo] Ρ5.2α : (οικ.) τριγυρίζω με σκοπό να συνάψω προσωρινές ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, διασκεδάζω με γυναικεία συντροφιά: Mπερμπαντεύει κάθε νύχτα.
[μπερμπάντ(ης) -εύω]



