Combined Search
| 32 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- μπας, μόρ.· πας.
-
- (Με επόμ. το και)
- 1) (Σε ευθεία ερωτ. πρόταση· εδώ ακολουθεί το να) μήπως:
- Πας και να 'τον και τούτος …; (Μαχ. 7424).
- 2) (Σε πλάγια ερωτ. πρόταση):
- Ένι και δυνατόν … πας και αποθάνει εις τον πόλεμον (Μαχ. 3309).
- 3) (Σε ενδοιαστ. πρόταση) μην τύχει (και):
- εφοβήθην (ενν. ο ρήγας) πας και στείλουν απέ τα ξύλα τους (Μαχ. 3449).
- 4) (Σε είδος πλάγιας ερωτ. πρότασης για να δηλωθεί κ. το ενδεχόμενο ή επιδιωκόμενο και επιθυμητό) μήπως (και): ο λαός ζητά να βγούν να πολεμήσουν, πας και νικήσουν το Τουρκίν
- (Θρ. Κύπρ. Μ 218).
[<συνεκφ. μην πας (και)· βλ. και μήμπα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- μπας και [bás ke] ερωτηματικό μόριο : δηλώνει το φόβο του ομιλητή μήπως συμβεί κτ. που δε θέλει· μήπως: Bρε ~ μας κατάλαβαν και δε μας αφήσουν να φύγουμε;
[μσν. *μπας και (πρβ. μσν. πας) < φρ. μην πας και με αποβ. της πρώτης συλλαβής (σύγκρ. ίνα > να)]
- μπασάς ο,
- βλ. πασάς.
- μπασεβγασίδι το.
-
- Κατώφλι:
- ομπρός στην πόρταν ήτονε εις το μπασεβγασίδι όφης τρικεφαλόστομος (Πικατ. 82).
[<ουσ. (ε)μπασά (ε‑, ά. εμβασία) ή μπασίδι (Δημ.) + (ε)βγασίδι (βγ‑, ΙΛ). Η λ. και σήμ. στην Κρήτη, όπου επίσης λ. ‑βγαρσίδι και μπαινοβγαρσίδι (Πιτυκ.)]
- Κατώφλι:
- μπασιά η [basxá] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) άνοιγμα από το οποίο μπαίνει κάποιος κάπου· είσοδος.
[μσν. εμπασιά, μπασία < εμπασία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἔμβασ(ις) (προφ. [mb] ) `χώρος εισόδου΄, αρχ. σημ.: `σημείο πατήματος΄ -ία]
- μπασίας, μπασιάς ο,
- βλ. πασάς.
- μπάσιμο το [básimo] Ο50 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπάζω και του μπαίνω.
[μπασ- (μπάζω) -ιμο]
- μπασίστας ο [basístas] Ο3 : μουσικός που παίζει μπάσο.
[μπάσ(ο) -ίστας κατά το κοντραμπασίστας]
- μπάσκετ το [bás
et] & μπάσκετ μπολ το [bás et ból] Ο (άκλ.) : παιχνίδι που παίζεται από δύο ομάδες, καθεμιά από τις οποίες προσπαθεί να ρίξει με τα χέρια την μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας· καλαθοσφαίριση: Γήπεδο / παπούτσια του ~. Παίζω ~. [αγγλ. & λόγ. < αγγλ. basketball και αποβ. του β' συνθ.]
- μπασκέτα η [baskéta] Ο25 : το καλάθι του μπάσκετ με το ταμπλό πάνω στο οποίο αυτό είναι στερεωμένο.
[μπάσκ(ετ) -έτα κατά το ρακέτα]



