Παράλληλη αναζήτηση
| 13 εγγραφές [11 - 13] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαλαρίνα η [balarína] Ο25 : χορεύτρια του κλασικού μπαλέτου: Xαριτωμένες κινήσεις που θυμίζουν ~.
[βεν. *balarina (πρβ. βεν. balarin `χορευτής΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαλάσι(ον) το· μπαλάσι — μπαλάσο· πελάξιν.
-
- Πολύτιμος λίθος, είδος ρουμπινιού:
- γνωρίζω τα λιθάρια … χάρη λόγου … σαν ζαφείρια, σαν μπαλάσια (Πτωχολ. Β 66).
[<ιταλ. balascio. Ο τ. ‑ι στο Somav. (λ. πέτρα). Για τον τ. πελάξιν πβ. στο Du Cange λ. ‑ξιος (όπου τ. ‑σιον) και πέλαζος.
- Πολύτιμος λίθος, είδος ρουμπινιού:
[Λεξικό Κριαρά]
- μπαλασοξομπλισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Στολισμένος με ρουμπίνια:
- ο βασιλεύς εκάθισεν εις θρόνον … μπαλασοξομπλισμένον (Ριμ. Βελ. ρ 878 κριτ. υπ).
[<ουσ. μπαλάσι(ον) + μτχ. παρκ. του ξομπλίζω]
- Στολισμένος με ρουμπίνια:



