Παράλληλη αναζήτηση
| 366 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μουσούς ο· άκλ. μουσ(ού).
-
- Κύριος, ως τίτλος Γάλλου ευγενούς:
- απού τη Φράντσα το μουσού το Σανταντρέα κράζου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46918)·
- (άκλ.):
- ο μουσ’ Αντρέας (αυτ. 52011).
[<γαλλ. monsieur. Νεότ. άκλ. τ. μουσιού (συν. ειρων.)]
- Κύριος, ως τίτλος Γάλλου ευγενούς:
[Λεξικό Κριαρά]
- Μούσπουλος ο· Μούσκλος· Μούσκουλος· Μούσχουλος, (Πωρικ. I 12 κριτ. υπ).
-
- Προσωποπ. του ουσ. μούσπολον (Meursius, ‑ον, Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 209· <μέσπιλον, βλ. ά., καθώς και μουσκλιά):
- Μουσπούλου … και Κερασίου των γραμματικών (Πωρικ. I 12).
- Προσωποπ. του ουσ. μούσπολον (Meursius, ‑ον, Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 209· <μέσπιλον, βλ. ά., καθώς και μουσκλιά):
[Λεξικό Κριαρά]
- μουστάκα η.
-
- Μεγάλο μουστάκι· (εδώ σκωπτ. για κ. μη πραγματικό):
- την δε μουστάκαν αυτού γελοίως εκτένιζεν (Σπανός D 714).
[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Μεγάλο μουστάκι· (εδώ σκωπτ. για κ. μη πραγματικό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουστακαλής ο [mustakalís] Ο8 : (οικ.) αυτός που έχει πολύ μεγάλο μουστάκι.
[μουστάκ(ι) -αλής]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουστακάτος, επίθ.
-
- α) Που έχει μουστάκι:
- (Συναδ. φ. 71r)·
- (σκωπτ.):
- σπανέ … μουστακάτε (Σπανός A 153)·
- β) (προκ. για το ψάρι μπαρμπούνι):
- τριγλία μουστακάτα (Προδρ. IV 184).
[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ.]
- α) Που έχει μουστάκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- μουστάκης ο.
-
- Που έχει (μεγάλο) μουστάκι, «μουστακαλής»· (εδώ ως παρων. σκωπτ.):
- μουστάκη, τραγογένη σπανέ (Σπανός D 1136).
[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑ης]
- Που έχει (μεγάλο) μουστάκι, «μουστακαλής»· (εδώ ως παρων. σκωπτ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουστάκι το [mustáki] Ο44 : 1α. το τρίχωμα που φυτρώνει στο άνω χείλος των αντρών: Aφήνω ~ / μουστάκια. Kόβω το ~ μου / τα μουστάκια μου. Παριστάνει τον άντρα, ενώ δεν έβγαλε ακόμα ~, δεν άρχισε ακόμα αυτό να φυτρώνει και με επέκταση, δε μεγάλωσε ακόμη. ΦΡ γελούν* και τα μουστάκια του. γελώ* κάτω από τα μουστάκια μου. τρώνε* τα μουστάκια τους. || το χνούδι που υπάρχει στο άνω χείλος των γυναικών: Έκα νε αποτρίχωση στο ~. β. (προφ.) έντονα ίχνη που μένουν στα χείλη, όταν πίνουμε ή τρώμε κτ. 2α. οι μακριές τρίχες που φυτρώνουν στο άνω χείλος ορισμένων ζώων: Tα μουστάκια της γάτας / του μπαρμπουνιού / του λιονταριού / του ποντικιού. β. οι νηματοειδείς αποφύσεις που αποτελούν γνώρισμα ορισμέ νων φυτών: Tα μουστάκια του καλαμποκιού.
μουστακάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 1. μουστάκα η MΕΓΕΘ ιδίως στη σημ. 1. [μσν. μουστάκι(ν) < ελνστ. μουστάκιον υποκορ. του αρχ. διαλεκτ. (δωρ.) μύσταξ· μουστάκ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουστάκιας ο [mustákas] Ο4 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ο μουστακαλής.
[μου στ(άκι) -άκιας]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουστάκιον το· μουσθάκι· μουστάκι· μουστάκιν.
-
- 1)
- α) Μουστάκι:
- (Προδρ. IV 222)·
- οι Τούρκοι όλοι το γένειον είχον εξυρισμένον πάρεξ του μουστακίου (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 398)·
- (σκωπτ.):
- Σπανού το μουστάκιν εμάκρυνεν (Σπανός A 366)·
- β) (προκ. για ζώα):
- μεγαλομουστακάτε (ενν. ποντικέ), τι μου σεις το μουστάκιν σου …; (Διήγ. παιδ. 128).
- α) Μουστάκι:
- 2) Πρόσωπο· όψη:
- εσύ έχεις ένα άσχημον μουστάκιον (Μπερτόλδος 60)·
- φρ. δεν (εδώ μην) έχω μουστάκι να φανώ = ντρέπομαι, δεν τολμώ να εμφανιστώ:
- (Μπερτόλδος 83). [<ουσ. μυστάκιον (Steph.) <αρχ. ουσ. μύσταξ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ιν σε Γλωσσάρ. (Meursius, λ. ‑ιον, όπου και τ. μυστάκιν) σήμ. κυπρ. και ποντ. Η λ. στο Steph. (λ. μούστον) και στο Meursius]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μούστακος ο.
-
- Μεγάλο μουστάκι· (εδώ σκωπτ. προκ. για κ. μη πραγματικό):
- εστάθην ο μούστακός του ώσπερ χιότην γουρουνίου καπρείου (Σπανός A 267).
[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑ος με αναβιβ. του τόνου. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Τσουδερός 1969: 88)]
- Μεγάλο μουστάκι· (εδώ σκωπτ. προκ. για κ. μη πραγματικό):



