Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοχλεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μοχλεύω.
  • Ανακινώ, ανακατεύω· (εδώ μεταφ.) μηχανορραφώ, συνωμοτώ:
    • γείτων … δολορραφών, μοχλεύων, ενεδρεύων (Γλυκά, Στ. 84).

[αρχ. μοχλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες