Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μολύνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολύνω [molíno] -ομαι Ρ8.2 : 1. προκαλώ μόλυνση σε κπ. ή σε κτ.: Θα μολύνεις την πληγή, αν την αγγίζεις με βρόμικα χέρια. Mολυσμένο αίμα. || ρυπαίνω βαθμιαία το περιβάλλον με ουσίες που είναι βλαβερές για τον άνθρωπο και για τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς και οφείλονται στην αλόγιστη βιομηχανική ανάπτυξη: Mολυσμένος αέρας. Mολυσμένη ατμόσφαιρα / θάλασσα. Παραλία μολυσμένη και επομένως ακατάλληλη για μπάνιο. 2. (μτφ.) αλλοιώνω κτ. πνευματικά ή ηθικά: Aνήθικα βιβλία και θεάματα που μολύνουν την αγνή παιδική ψυχή.

[λόγ. < αρχ. μολύνω `λερώνω, βεβηλώνω΄ & σημδ. αγγλ. pollute]

[Λεξικό Κριαρά]
μολύνω.
  • 1)
    • α) Λερώνω, ρυπαίνω·
      • (εδώ σε ένδειξη πένθους):
        • ο Αχιλλέας … το ωραίον πρόσωπόν του ῄσχυνε κι εμόλυνέ το (Λουκάνης, Ομήρ. Ιλ. ΙΘ́ 31
    • β) μιαίνω (ως συνέπεια ερωτικής συνεύρεσης):
      • η κακή γυνή … μολύνει το σώμαν της … και του ανδρός την κλίνη (Συναξ. γυν. 297· Θρ. αλ. 29
    • γ) (μεταφ.) ντροπιάζω, ατιμάζω· αποδεικνύομαι ανάξιος ενός πράγματος:
      • εμόλυνες την πίστην της παντρειάς σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [651]· Σπανός A 35
    • δ) (προκ. για την ψυχή) αμαρτάνω:
      • εμολύνασι τσι ψυχές τως (Αποκ. Θεοτ. I 189-190).
  • 2) (Προκ. για ιερά αντικείμενα) βεβηλώνω:
    • εμόλυναν εικόνας (Ανάλ. Αθ. 23).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = αμαρτωλός:
    • το … μεμολυσμένον μου σώμα (Σεβήρ., Διαθ. 18911‑12).

[αρχ. μολύνω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go