Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μολεύω [molévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) μολύνω.
[αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω `μεταφυτεύω΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μολεύω.
-
- Μολύνω· μιαίνω· ατιμάζω:
- όστις εκείνος το επιτηρεί (ενν. το Πνεύμα το άγιον). … και δεν το μολεύει, γίνεται κληρονόμος της βασιλείας του Χριστού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 304v (έκδ. ‑ένει· μήπως ορθότ. ‑ύνει; πβ. αυτ. 21v)).
[<μολύνω κατά τα ρ. σε ‑εύω. Τ. ‑εύγω σήμ. κρητ. (Πιτυκ.). Η λ. και σήμ. (λαϊκ.)]
- Μολύνω· μιαίνω· ατιμάζω:



