Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισθοδοτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισθοδοτώ [misθoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω μισθό σε κπ.: Οι δημόσιοι υπάλληλοι μισθοδοτούνται από το κράτος.

[λόγ. < αρχ. μισθοδοτῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες